Αναρτήθηκε από: firfiris | 30 Ιουνίου, 2011

Θέτω την παραίτηση μου στην διάθεση του Προέδρου

 

Στην Κύπρον τζιαι στην Ελλάδαν μπορούμεν να υπερηφανεφκούμαστεν για πολλά πράματα, μεταξύ των οποίων είναι τζιαι η άνευ προηγουμένου και ασύγκριτα ανώτερη από οποιοδήποτε άλλο (ανεπτυγμένο τάχατες) λαό της γής ποαδκιαντραποσύνη των ανθρώπων που κατέχουν δημόσια αξιώματα.

Επροσέξετε πως όποτε κάποιος τα κάμει μπίλιες ΤΖΙΑΙ ΠΙΑΣΟΥΝ ΤΟΝ υποβάλλει την παραίτηση του στην διάθεση του Πρόεδρου ή οποιουδήποτε τον εδιόρισε; Μα καλάν, νομίζουν ότι είμαστε βλάκες;

 

Τί πάει να πεί «Θέτω την παραίτηση μου στη διάθεση του Προέδρου;» Για  παραιτείσαι για δεν παραιτείσαι. Έναν που τα δκυο! Τάχα;

«Εγώ έχω πολλήν ευθιξίαν (μετά που με εκάμαν τουτούκκιν οι εφημερίδες τζιαι τα κανάλια) γιαυτόν τζίνος που με εδιόρισεν, αν θέλει, αν το επιθυμεί, if it tickles his fancy, μπορεί να με αφήσει να παραιτηθώ. Πραγματικά θέλω να παραιτηθώ αλλά εξαρτάται που τζείνον που με εδιόρησεν. Έννεν που το σιέριν μου. Αν με θέλει ας με κρατήσει»

 

Ρε δεν μας χέζετε λέω γω; Δηλαδή αν κάποιος που εμάς αν θέλει να φύει που την δουλεία του (για οποιοδήποτε λόγο) εννά πάει να πει του μάστρου «Μάστρε, εεεεε τζιαι που λαλείς, εγώ παραιτούμαι. Αν θέλεις. Αν με αφήνεις δηλαδή…» τζιαι μετά να χορεύκει όπως τον νέγρον στο γραφείο του. Για παραιτείσαι για εν παραιτείσαι.

Είτε φταίεις για τον λόγο που παραιτείσαι είτε δεν φταίεις αλλά το κάμνεις για να προστατεύσεις το θεσμό που εκπροσωπείς (και διεκδικώντας τα όποια δικαιώματά σου δια της νόμιμης οδούς) άμαν παραιτείσαι παραιτείσαι τελεσίδικα. Όϊ να κλαίεις σαν το μυξιασμένο άτε να μεν τα πάρω…

«Θέτω τον εαυτόν μου στην παραίτηση του Προέδρου». Αν μας εκλάνετε εξ επαφής μέσα στα μούτρα ήταν ναταν καλλύτερα παρά να υποτιμάτε την νοημοσύνη αυτών που πληρώνουν τον μισθό σας.

Αναρτήθηκε από: firfiris | 27 Ιουνίου, 2011

Die Waage ist bereit

 

Ναί, το ομολογώ. Είμαι εθισμένος. Είμαι χρήστης.

Μόνο αν παραδεχτώ το ελάττωμά μου, να αναγνωρίσω ότι έχω πρόβλημαν τζιαι μετά να ζητήσω βοήθειαν μπορεί να γιάνω που τούτον το κακό.

Τζιαι δεν είμαι μόνον εγιώ. Σαν εμέναν έσιει σhιλιάες μες την Κύπρον. Δεν μπορούμεν πλέον να προσποιούμαστεν ότι το πρόβλημαν εν του διπλανού ή ότι εμάς δεν μας επηρεάζει.

Έσιει μήνες που εκαλάβα ότι έχω πρόβλημαν. Σύντομα όμως εκατάλαβα την διάστασην του. Όπως καταλαβαίνεις αγαπητέ αναγνώστη είμαι σκλάβος των παθών μου. Το ναρκωτικόν μου ονομάζεται Lidl.

Δεν έσιει προσφορά που να μεν την εβούρησα πουπίσω. Αν θέλετε μάνγκο κοπιάστε. Αν θέλετε ζυμαρικά σε κουτίν του ανάμισι κιλού κοπιάστε. Αν θέλετε καθαριστικά για να κάμετε φλόκκον ούλλα τα γραφεία της Λευκωσίας πάλαι κοπιάστε.

Που τα φαγιά εππήδησα στις κονσέρβες, που τες κονσέρβες στα ληξιά τζιαι τα πισκόττα, μετά ανακάλυψα τα σαλάμια. Θέλω βοήθεια. Τρώω σαν τον σοίρον. Ετσιάττισεν ο Πλάστης μου να αννοίξει το Lidl τον τζιαιρόν που έκοψα τον τσιάρον. Τζιαι δώστου φαϊν.

Η μασέλλα μου εσταμάτησεν να αννοίει τζιαι να κλείει. Πλέον η κίνηση της εν περιστροφική όπως το μπλέντερ. Εσταμάτησεν να με ταϊζει τζι η κοκώνα όπως τον πασάν διότι άκκασα το σιέριν της καταλάθος μιαν νύχταν…

Τελικά άμαν είδεν ότι δεν μου μπαίνουν τα ρούχα (τζιαι με την ενόργανην πόσες θερίδες να κάψεις άμαν σε περιμένει μες το ψυγείον chorizo με κρακεράκια) αποφάσισεν να μου γοράσει ζυαρκάν να θωρώ το βάρος μου.

Φυσικά επειδή είμαστεν αμπάκκιροι τέλεια, έπιασεν την ζυαρκάν του Lidl που ήταν προσφορά τζιαι έστησεν την δίπλα που την είσοδον του καθιστικού να ζυγιάζουμε κάθε μέρα. Τζιαι σαννα μέν με εκάνεν το πάχος μου, η ζυαρκά μιλά! Έτσι για να ακούει η γειτονιά τα χάλια μου.

Μόλις της τζίσεις μάσιεται «Η ΖΥΓΚΑΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΙΜΗ» με προφοράν ρουμάνας που έκαμεν ταχύρρυθμα ελληνικά. Φκαίνω πάνω να ζυαστώ..άσε μεν ρωτάτε. Έβαλα 15 κιλά…

Κάθε μέρα το ίδιον βκιολίν. Φκαίνω πάνω τζιαι αρχίζει παουρκές «ΧΧΧΧ ΚΙΛΑ!» Τζιαι πριν να κατεβώ, νάσου την κοκώνα «Πόσα είπε; Τα γλυκά κομμένα! Το ίδιο και τα σαλάμια!» «Μα καλή μου» «ΚΟ-ΜΜΕ-ΝΑ! Αλλιώς απόψε δεν έχει τίποτε!» Συναισθηματικός εκβιασμός. Αντρέπουμαι να ζυγιαστώ άμαν εν η κοκώνα έσσω. Καρτερώ την να πάει στον μπακκάλλην για να φκω πάνω.

Τζιαι σαν να μεν με εκανούσαν τούτα ούλλα, η κατάθλιψη που προκαλείται που το μηχάνημαν που σου λαλεί πόσο γουρούνι είσαι, μιαν φοράν σαν ετζοιμούμουν πας τον καναπέ εμπήκεν ο Μότζιος στο σαλόνι τζιαι επάτησεν την κατά λάθος. Η ζυαρκά άρκεψεν να μιλά, ο σσύλλος εφάρασεν τζιαι άρκεψεν να λάσσει. Εγώ επετάχτηκα ίσια πάνω παντές τζι εμπήκαν κλέφτες μες το σπίτι τζιαι εβούρουν να χωρίσω τον σσύλλο που την ζυαρκάν.

Το κακόν δεν επάεννεν άλλον τζιαι έπρεπεν τουλάχιστον να την κάμω να σιωπήσει. Τες οδηγίες επέταξα τες (διότι είμαι άντρας τζιαι δεν χρειάζουμαι έτσι πράματα) τζιαι κάτι πρέπει να επάτησα τωρά διότι άμαν φκω πάνω μιλά γερμανικά

«Die Waage ist bereit!»

Ααισσιχτίρεν λέω γω!

Αναρτήθηκε από: firfiris | 23 Ιουνίου, 2011

Χιλίων πιθήκων θράσος

Παρακολούθησα με πολλήν προσοχήν εχτές τον αναπληρωτήν κυβερνητικόν εκπρόσωπον Χρίστον Χριστοφίδην στην εκπομπήν του ΡΙΚ1 «Από Μέρα σε Μέρα». Ερωτούμενος ο κύριος Χριστοφίδης για το σκάνδαλον με τον κ. Μολέσκην ο οποίος απαντώντας, μεταξύ άλλων μας υπενθύμισε ότι επί διακυβέρνησης Κληρίδη εγίνονταν πράματα τζιαι θάματα σε σχέση με το τι γίνεται σήμερα.

Σε τούτον πιθανότατα είσιεν δίκαιον. Επί Κληρίδη (την δεκαετίαν 1993-2003) έγιναν χειρότερα, τουλάχιστον αυτά που γνωρίζουμεν σε σχέσην με σήμερα. Καμία αμφισβήτηση σε τούτον. Είμαι όμως ο μόνος που νιώθει πως αυτή η Κυβέρνηση με τα επιχειρήματά της μας συμπεριφέρεται ωσάν να είμαστεν αμόρφωτοι γέροι στους καφενέδες ορεινών χωρκών στην καλύτερην περίπτωσην τζιαι Κάφροι της Αφρικής με σοβαρόν διανοητικόν πρόβλημαν στην χειρότερη; Τζιαι εξηγούμαι.

α) Αφού επέλεξεν η Κυβέρνηση να κάνει σύγκρισην με το παρελθόν, γιατί αποφεύγουν συγκρίσεις με τις διακυβερνήσεις Παπαδόπουλου τζιαι Κυπριανού; Μήπως το ρουσφέττιν εν πατέντα της διακυβέρνησης Κληρίδη τζιαι οι άλλοι εν κούππες άπαννες ή μήπως γιατί τζείνοι που εκάμναν ρουσφέττιν τότε είναι σήμερα μαζί μας στο Προεδρικόν τζιαι βράζουν τα πόδκια τους μαζίν στην συγκυβέρνηση;

β) Τί σχέσην έσιει το τί εγίνετουν επί Κληρίδη/Παπαδόπουλου/Κυπριανού πρίν χρόνια, πριν να μπούμεν στην ευρώπην με το τί γίνεται σήμερα; Εν δικαιολογία;

Δηλαδή αν κάποιος σήμερα επιστρέψει σπίτιν του τζιαι με την αξινόστραφην του γυρίσει έναν γαουρόπατσον της γεναίκας του (αν φύει τζιαι κανέναν δόντιν ακόμα καλλύτερα, έτσι για το εφφέ) μπορεί να της πεί «Μεν μαραζώνεις μάνα μου τζιαι ο παππούς μου έδερνεν την στετέν μου ώστε να λιποθυμήσει;» Φαίνεται αυτή η λογική είναι αποδεκτή για τους κυβερνώντες.

Προσέξετε: Δεν κάνω αναφορά για ρουσφέτιν ή σκάνδαλο που προκαλείται από λειτουργούς του κράτους που βολεύκουν τους δικούς τους αλλά για πιθανές ατασθαλείες/βολέματα που γίνονται από άτομα που είναι ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ του Προέδρου (όπως και άλλοι που απασχόλησαν την επικαιρότητα τζιαι ας εν καλά η εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ που φέρνει στην επιφάνειαν τα σκάνδαλα).

Εάν κάτι είναι απαράδεκτο τότε είναι απαράδεκτο σε οποιοδήποτε βαθμό και να γίνεται, ιδίως σήμερα που μπήκαμε στην Ενωμένην Ευρώπην τζιαι αννοίξαν νάκκον τα μμάθκια μας.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΒΛΑΚΕΣ! ΜΕΝ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΤΕ ΤΗΝ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΜΑΣ!

Το να λέμεν «ΜΑ ΕΚΑΜΝΑΝ ΤΑ ΤΖΙΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΤΟΥΤΑ» ΔΕΝ ΠΑΡΠΑΤΑ ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΖΙΑΙ ΝΑ ΤΟ ΧΩΝΕΨΟΥΝ ΟΥΛΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ!

Ειδικά όσοι εκλεγήκαν με σύνθημαν την «Δίκαιη Κοινωνία»…

Αναρτήθηκε από: firfiris | 2 Ιουνίου, 2011

Τα λουκκούθκια πας τες βούτσιες σου

Για την κορούν μου

Τα λουκκούθκια πας τες βούτσιες σου

Τα λουκκούθκια πας τες βούτσιες σου,
άμα χαμογελάς τζιαι άμα χαχχανίζεις,
αρέσκει μου να τα θωρώ τζιαι να σου το λαλώ,
τζιαι που το νάζιν τζιαι την αντροπήν να κοτσhινίζεις.
Κάμνεις πως κουτσαντρέπεσαι,
αμα σου πώ καμιά γλυτζιάν κουβέντα
τζιαι κλώνεις τζιαι τυλίεσαι μές τα σεντόνια μου
σαν να λαλείς «πε μου ακόμα δέκα».
Άμα σε πω μουζούραν μουρμουράς
φακκάς τα πόδκια τζιαι κλωτσάς που το γινάτιν.
Πως είσαι άσπρη θέλεις να παραδεχτώ,
αλλίως εννά βρεθώ πουκάτω στο κρεβάτιν.
Τζι αλλοίμονον τζιαν πω για τα πιασίματα
που ‘σεις δεξιά τζι αριστερά της μέσης,
Εννά θυμώσεις τζιαι θα ξεκινήσεις πόλεμον,
πως είμαι γάρος θα λαλείς, την νύχταν πον να ππέσεις.
Τζι αρπάσσω τα παχούθκια σου στα σιέρκα μου
μιαν να φιλώ τζιαι μιαν να τα ακκάννω,
έτσι να δεις πόσον σε αγαπώ τζι εσέν τζιαι τες ραγάδες σου
πως μακρία τζιαι δίχα σου δεν κάμνω.
Αναρτήθηκε από: firfiris | 2 Απριλίου, 2011

Το τσεστίν το πλουμιστόν

Το προηγούμενον Σάββατον έπια την Κοκόνα (από το τούδε και στο εξής η φίλη μου) τζιαι επήαμεν στο χωρκόν να κάμουμεν έκπληξην της στετές μου. Η μάνα μου είσιεν πάει την Παρασκευήν να την δεί τζια ήταν μια χαρά. Επήρεν την τζι εκκλησιάν στον εσπερινόν. Λαλώ της μάνας μου «μεν της πεις της στετές μου πως εννά πάμεν με την κοκόναν να την δούμεν γιατί εννά βουρά να μαϊρεύκει τζιαι να κάμνει φασαρίες».

Πάμε που λέτε το χωρκόν τζιαι με το που ππαρκάρω τ’ αυτοκίνητον πετάσσεται που μες το σπίτιν της ο γείτονας τζιαι βάλλει μου τες φωνές. «Κατέβα γιε μου τζι η γιαγιά σου ένναν καλά…». «Μεν φωνάζεις θκιέ Γιαννή, ίσια πάω να δω» τζιαι αννοίω το παρπάτημαν μου.

Ώστε να κοντέψω της πόρτας ακούω που μέσα στην κάμαρην τες μουγκαρκές της γεναίκας του. Η στετέ μου απλούμενη στο πλευρόν της πας το κρεββάτιν, με το τσιεμπέριν της φορεμένον, παγωμένη σιόνιν. Τα παπούτσια της εφόρεν τα κόμα τζιαι ήτουν γεμάτα χόρτα, που πάει να πει πως έκαμνεν τσέστον την νύχταν πριν.

Η τηλεόραση τζι η σόπα της ήτουν αννοιχτή. Αλώπος σαν έκαμνεν τσέστον μετά την εκκλησιάν ένοιωσεν αδιαθεσίαν τζιαι επήεν να ππέσει νάκκον τζιαι τζιαμαί έγυρεν τζι επήεν. Επαγώσαν ούλλα τζείνην την ώραν. Ούτε τηλεόρασην άκουα, ούτε πως ήτουν τζιαμαί η κοκόνα εκατάλαβα. Μόνον σαν ήρτεν δίπλα μου η γειτόνισσα τζιαι εμουγκάριζεν τζιαι επαρούριζεν μες τα φκια μου εξαναπροσγειώθηκα στην θλιβερήν τζιαι τραγικήν πραγματικότηταν.

Ανάλαβα αμέσως έλεγχος της κατάστασης. Ήταν ζήτημαν χρόνου να πλαστούν η μάνα μου τζι η θκειά μου με τους θκειούες μου. Μεν σας τα πολλολαλώ, εκατέβην το σόϊν ούλλον, ήρτεν ο γιατρός τζι επιστοποίησεν τον θάνατον της τζιαι άρον άρον εθάψαμεν την την επομένην.

Εμέναν ανάδοξεν μου το πρωϊν της κηδείας που έκατσα να γράψω τον επικήδειον της. Στην αρχήν ήτουν εύκολον. Έγραψα για την προσφυγιάν, για τον γαλήνιον θάνατον τζιαι που αξιώθηκεν η μακαρίτισσα να χαρεί την προκοπήν εννιά αγγονιών τζιαι να ταχταρήσει τρία δισάγγονα. Μακάρι να πάμεν ούλλοι έτσι που εννάρτει τζίνη η ώρα. Έγραψα τζιαι για το πόσον ευτύχησεν να έσιει έτσι αγαπημένην τζιαι μονιασμένην οικογένιαν, για τον παππού μου τον μακαρίτην που τον αγάπαν πολλά. Επαρακάλεσα κόμα τον κόσμον να μεν μοιρολατρεί τζιαι να μεν λλιοψυσιά στην ταφήν διότι οι παουρκές τζιαι τα νεκαλήματα, όσον ανθρώπινος τζιαι κατανοητός ναν ο πόνος για την απώλειαν, εν πράματα που δεν προσδίδουν τιμήν στον βίον του Χριστιανού ο οποίος πιστεύει στην μεταθάνατον ζωήν τζιαι στην Δευτέραν του Κυρίου Ημών παρουσίαν.

Μετά όμως έπρεπεν να γράψω κάτι οικείον, κάτι προσωπικόν, τζιαι ζάβαλλι μου τούτη η στετέ ανάγιωσεν με τζι είχαμεν την μαζίν μας 15 χρόνια. Τζι αθθυμήθηκα τες παρατζιελιές της, τες ευτζιές της, τα καττιμέρκα που καμνεν, την αδυναμίαν που μου είσιεν. ‘Ασημένον’ με ανέβαζεν, ‘γρουσαφένον’ με ΄κατέβαζεν. Αθθυμούμαι την να μου τραουδά το ‘Αγιά Μαρίνα τζιαι τζυρά’ να τζοιμηθώ, να μου λαλεί ιστορίες τζιαι παραμύθκια παλιά όπως την ‘κκελλέν την ξερήν’. Θθυμούμαι την όπως εχτές να χωρέφκει την σταυροβελονιάν, να κάμνει σμιλίν για να της τανώ να κάμει τον τραχανάν τζιαι να τρώω όστι να πονήσω τα στομάσια μου.

Θθυμούμαι την που επαένναμεν εις τες ελιές τζιαι στο χωράφιν. Την Καθαράν Δευτέραν που εγιορτάζαμεν δίπλα που τον ποταμόν τζιαι τα αναπολήματα της για το χωρκόν π’ άφησεν πίσω. Τζι αγάπην που μας είσιεν ούλλους μεν αρωτήσετε. Ο τοίχος της ήτουν γεμάτος φωτογραφίες των παιδκιών τζιαι των αγγονιών της.

Η στετέ μου εμείνισκεν μαζίν μας, στο πατρικόν μου, στον Στρόβολον. Αλλά μιαν κάθε τόσον επήεννεν στο χωρκόν για να δει τζιαι τες φιλενάδες της, καμμιάν εφτομάδαν τζι έρκετουν πίσω. Ήυρα που λέτε τον τσέστον τον μισοτέλειωτον που έκαμεν πριν να κοιμηθεί.  Ίσιεν χρυσήν κορδέλλαν τζιαι πράσινους ρόμβους για σχέδιον. Τα χόρτα εξέχαν που την μιαν πλευράν, ήταν χαζίριν να τελειώσει ο κώλος τζιαι να πιάσει τον γυρόν. Θυμούμαι την που τον εξεκίνησεν πριν καμιάν ανάμιση εφτομάδαν.

«Μα πόσους τσέστους α-γιαγιά;» αρώτησα την.»Εγεμώσαν οι τόποι»

«Εν για να σου τον κάμω δώρον ασημένε μου. Να θθυμάσαι καμιάν βολάν την στετέν σου…»

….

 

Αιωνία σου η μνήμη γιαγιούλλα μου.

Older Posts »

Kατηγορίες