Το προηγούμενον Σάββατον έπια την Κοκόνα (από το τούδε και στο εξής η φίλη μου) τζιαι επήαμεν στο χωρκόν να κάμουμεν έκπληξην της στετές μου. Η μάνα μου είσιεν πάει την Παρασκευήν να την δεί τζια ήταν μια χαρά. Επήρεν την τζι εκκλησιάν στον εσπερινόν. Λαλώ της μάνας μου «μεν της πεις της στετές μου πως εννά πάμεν με την κοκόναν να την δούμεν γιατί εννά βουρά να μαϊρεύκει τζιαι να κάμνει φασαρίες».
Πάμε που λέτε το χωρκόν τζιαι με το που ππαρκάρω τ’ αυτοκίνητον πετάσσεται που μες το σπίτιν της ο γείτονας τζιαι βάλλει μου τες φωνές. «Κατέβα γιε μου τζι η γιαγιά σου ένναν καλά…». «Μεν φωνάζεις θκιέ Γιαννή, ίσια πάω να δω» τζιαι αννοίω το παρπάτημαν μου.
Ώστε να κοντέψω της πόρτας ακούω που μέσα στην κάμαρην τες μουγκαρκές της γεναίκας του. Η στετέ μου απλούμενη στο πλευρόν της πας το κρεββάτιν, με το τσιεμπέριν της φορεμένον, παγωμένη σιόνιν. Τα παπούτσια της εφόρεν τα κόμα τζιαι ήτουν γεμάτα χόρτα, που πάει να πει πως έκαμνεν τσέστον την νύχταν πριν.
Η τηλεόραση τζι η σόπα της ήτουν αννοιχτή. Αλώπος σαν έκαμνεν τσέστον μετά την εκκλησιάν ένοιωσεν αδιαθεσίαν τζιαι επήεν να ππέσει νάκκον τζιαι τζιαμαί έγυρεν τζι επήεν. Επαγώσαν ούλλα τζείνην την ώραν. Ούτε τηλεόρασην άκουα, ούτε πως ήτουν τζιαμαί η κοκόνα εκατάλαβα. Μόνον σαν ήρτεν δίπλα μου η γειτόνισσα τζιαι εμουγκάριζεν τζιαι επαρούριζεν μες τα φκια μου εξαναπροσγειώθηκα στην θλιβερήν τζιαι τραγικήν πραγματικότηταν.
Ανάλαβα αμέσως έλεγχος της κατάστασης. Ήταν ζήτημαν χρόνου να πλαστούν η μάνα μου τζι η θκειά μου με τους θκειούες μου. Μεν σας τα πολλολαλώ, εκατέβην το σόϊν ούλλον, ήρτεν ο γιατρός τζι επιστοποίησεν τον θάνατον της τζιαι άρον άρον εθάψαμεν την την επομένην.
Εμέναν ανάδοξεν μου το πρωϊν της κηδείας που έκατσα να γράψω τον επικήδειον της. Στην αρχήν ήτουν εύκολον. Έγραψα για την προσφυγιάν, για τον γαλήνιον θάνατον τζιαι που αξιώθηκεν η μακαρίτισσα να χαρεί την προκοπήν εννιά αγγονιών τζιαι να ταχταρήσει τρία δισάγγονα. Μακάρι να πάμεν ούλλοι έτσι που εννάρτει τζίνη η ώρα. Έγραψα τζιαι για το πόσον ευτύχησεν να έσιει έτσι αγαπημένην τζιαι μονιασμένην οικογένιαν, για τον παππού μου τον μακαρίτην που τον αγάπαν πολλά. Επαρακάλεσα κόμα τον κόσμον να μεν μοιρολατρεί τζιαι να μεν λλιοψυσιά στην ταφήν διότι οι παουρκές τζιαι τα νεκαλήματα, όσον ανθρώπινος τζιαι κατανοητός ναν ο πόνος για την απώλειαν, εν πράματα που δεν προσδίδουν τιμήν στον βίον του Χριστιανού ο οποίος πιστεύει στην μεταθάνατον ζωήν τζιαι στην Δευτέραν του Κυρίου Ημών παρουσίαν.
Μετά όμως έπρεπεν να γράψω κάτι οικείον, κάτι προσωπικόν, τζιαι ζάβαλλι μου τούτη η στετέ ανάγιωσεν με τζι είχαμεν την μαζίν μας 15 χρόνια. Τζι αθθυμήθηκα τες παρατζιελιές της, τες ευτζιές της, τα καττιμέρκα που καμνεν, την αδυναμίαν που μου είσιεν. ‘Ασημένον’ με ανέβαζεν, ‘γρουσαφένον’ με ΄κατέβαζεν. Αθθυμούμαι την να μου τραουδά το ‘Αγιά Μαρίνα τζιαι τζυρά’ να τζοιμηθώ, να μου λαλεί ιστορίες τζιαι παραμύθκια παλιά όπως την ‘κκελλέν την ξερήν’. Θθυμούμαι την όπως εχτές να χωρέφκει την σταυροβελονιάν, να κάμνει σμιλίν για να της τανώ να κάμει τον τραχανάν τζιαι να τρώω όστι να πονήσω τα στομάσια μου.
Θθυμούμαι την που επαένναμεν εις τες ελιές τζιαι στο χωράφιν. Την Καθαράν Δευτέραν που εγιορτάζαμεν δίπλα που τον ποταμόν τζιαι τα αναπολήματα της για το χωρκόν π’ άφησεν πίσω. Τζι αγάπην που μας είσιεν ούλλους μεν αρωτήσετε. Ο τοίχος της ήτουν γεμάτος φωτογραφίες των παιδκιών τζιαι των αγγονιών της.
Η στετέ μου εμείνισκεν μαζίν μας, στο πατρικόν μου, στον Στρόβολον. Αλλά μιαν κάθε τόσον επήεννεν στο χωρκόν για να δει τζιαι τες φιλενάδες της, καμμιάν εφτομάδαν τζι έρκετουν πίσω. Ήυρα που λέτε τον τσέστον τον μισοτέλειωτον που έκαμεν πριν να κοιμηθεί. Ίσιεν χρυσήν κορδέλλαν τζιαι πράσινους ρόμβους για σχέδιον. Τα χόρτα εξέχαν που την μιαν πλευράν, ήταν χαζίριν να τελειώσει ο κώλος τζιαι να πιάσει τον γυρόν. Θυμούμαι την που τον εξεκίνησεν πριν καμιάν ανάμιση εφτομάδαν.
«Μα πόσους τσέστους α-γιαγιά;» αρώτησα την.»Εγεμώσαν οι τόποι»
«Εν για να σου τον κάμω δώρον ασημένε μου. Να θθυμάσαι καμιάν βολάν την στετέν σου…»
….
Αιωνία σου η μνήμη γιαγιούλλα μου.