Αναρτήθηκε από: firfiris | 20 Σεπτεμβρίου, 2007

Σκέψεις που έκαμα στην μπυραρία "The Cleveland»

-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις•
θ’ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ’ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγά-σιγὰ θὰ ‘ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

-Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ’ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ’ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ’ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

-Παλιέ μου φίλε δὲ μ’ ἀκοῦς;
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
(Απόσπασμαν από τον Γυρισμόν του Ξενιτεμένου του Γιώργου Σεφέρη)

Μόλις εστράφηκα που μιαν ππάμπ στο Κκένσαλ Γκρίν όπου τα επίνναμεν με έναν ψευτοσυγγενή. Εγίναμεν πουλλούθκια που την μπύρα τζιαι μετά επήαμεν στην θκειά μου όπου τζιαι εφάμεν να φέρουμεν τα μίλια μας. Ο θκειός μου εμουρμούραν πως έννεν πρέπον νέα κοπέλια να πίννουν τόσο. Λαλώ του «Θκειέ, τελευταία μου νύχτα Αγγλίαν, θέλει το η παράδοση..» Όπως τον Λεοπόλδο στον Οδυσσέα του Τζέϊμς Τζόϋς που εξεκίνησεν πρωίν τζιαι άρκησεν να στραφεί σπίτι. Στο δρόμον εσφύρουν το Δε άδερ γούμαν της Νίνας Σιμόν που άκουα πριν. Τζιαι έκατσα τζιαι εσκέφτουμουν ώσπου να μου κάμει τον καφέν η θκειά μου ίνταλως εγίναν τούτα ούλλα, πως άννοιξεν τούτος ο κύκλος τζιαι πως κλείει πρίν να αννοίξει άλλη σπουδή τζιαι φάλια.

Παντές τζι ήτουν εχτές που εξεκινήσαν ούλλα. Ήτουν Αύγουστος το 2002 τζι εκάμαμεν τραπέζιν να γιορτάσουμεν με ούλλον το σόϊ τζιαι τους φίλους (οι φίλες ήταν ούλλες εξωτερικόν, όϊ σαν εμάς τους μαλάκες) την επικείμενην αναχώρηση μου για Καναδά.
Ο πατέρας μου εβούραν με τες σμίλες να ταϊσει τον κόσμο, η μάνα μου εβάσταν τον άτλαντα του γυμνασίου να τους δείξεί ούλλους που κόφκει το Βανκούβερ. Ήμουν ο πρώτος που το σόϊ μας που ήταν να πάει τόσο μακριά να σπουδάσει.

Οι θκειούες μου εδώκαν μου τες παραντζιελιές τους τζιαι τα φακελλούδκια τους. «Καλός πολίτης», «Καλό στάδιο», «Καλό ταξίδι», «Καλήν αντάμωση». Η ανιψιούα μου η μιτσιά ήταν πρώτη του δημοτικού τότες, εκάθετουν πας τα πόθκια μου τζιαι εκάμναμεν όππα. Τωρά εν γεναίκα χαζίριν τζιαι προχτές επήεν γυμνάσιον.

Εφύαν τζιαι οι ξένοι μας, εκαθαρίσαμεν.

-Τα χαρκιά σου, διαβατήρια, εισητήρια, έσιεις τα ούλλα; αρώτησεν με ο τζύρης μου.
-Έχω τα ούλλα πατέρα.
-Πέ της μάνας σου να κλειδώσει τζι εν ώρα μας καλό…
-Ίσια πάω…
-Τζιαι φίλα το σιέριν της γιαγιάς σου τζιαι πέ της να σε καπνίσει πρίν να φύεις…

Μες το διπλοκάμπινον, εγιώ τζι ο τζύρης μου ομπρώς τζι η μάνα μου πίσω, έν άννοιεν κανένας το στόμα του να μιλήσει σαν επαένναμεν αεροδρόμιο. Εγιώ εμέτρουν τα φώτα των αυτοκινήτων που έρκουνταν που την απέναντι λωρίδα, όπως έκαμνα που ήμουν μωρό όποτε επαένναμεν Λεμεσό τζι εβαρκούμουν μες τ’αυτοκίνητο. Άλλες φορές εμέτρουν αυτοκίνητα ενός χρώματος ή με το μάτι μου ακολουθούσα την γραμμήν του ορίζοντα. Τότε ήτουν νύχτα, πισσούριν, μόνο τα φώτα εθώρουν.

Σαν επαένναμεν αρπάσσει η μάνα μου το σιέριν μου τζιε με την ανάστροφην της παλάμης μου χαϊδεύκει τη βούκκα της, ολόβραστη τζιαι υγρή που το κλάμαν.

-Ίντα κλαίεις τωρά; αρώτησα νευριασμένος που την αμηχανία.
-Εν για να ξέρεις τζι που πάεις πως έσιει μάνα σπίτι τζιαι καρτερά σε.
-Χαρά σου! Αφού μουρμουράς συνέχεια πως είμαι ακατάστατος τζιαι πως δεν στρώνω το κρεβάτιν μου.
-Όϊ γιέ μου αρέσκει μου να στρώνω το κρεβάτι σου.
-Κανεί σε! Να σε πληρώνει κανένας είσαι ικανή να κλαίεις κοστέσσερεις ώρες…
…Ο τζύρης μου γελά νευρικά στο τελευταίο μου σχόλιον.
-Όϊ γιέ μου, αρέσκει μου αν στρώνω το κρεβάτι σου, ξαναμουρμουρά η μάνα μου αλλά αλώπος μόνον για τζίνην το ελάλεν.
Γυρίζω το κουμπίν του ραδίου να εύρω κανένα Καζαντζίδη να περάσει η ώρα.
Φτάνουμεν στο αεροδρόμιο τζιαι πιάνω τες βαλίτσες να πάω το τσιεκ ίν. Αρπάσσει μου τες με την βία ο τζύρης μου που τα σιέρκα μου.
-Άφηστες τζι εννά τες πάρω εγιώ…
-Αφού σώννω τες πατέρα.
-Εγιώ εννά της πάρω, είπεν μου τζιαι δεν εσήκωννεν αντιπολόημαν ο τόνος του. Ήμουν όπως που ήμουν μωρόν τζιαι έκαμνα αταξία τζιαι εμάλλωνεν μου ούλλον καλοσύνη. Αφου ο γέρος, θέλει να βοηθήσει τελευταία φορά άφηστον, λαλώ του νού μου.
Κανονίζω τα χαρκιά μου τζιαι σάζουμαι να ρέξω της πύλης. Αρπάσσει με ο γέρος, ο ασπρομάλλης, ο Πίτσιλλος ο αρκάτης που τους ώμους, τζιαι με τα σιέρκα τζιαι τα δακτύλια του τα χοντροκομμένα να τρέμουν λαλεί μου.
-Στέλλω σε κοπελούιν Καναδάν, κανόνισε να στραφείς άδρωπος πίσω.
Τζίνον τζιαι κανεί, ούτε φιλιά, ούτε αγάπες, ούτε δάκρυα.
Η μάνα μου έβαλεν με τζι ορκίστηκα της τρεις φορές μόλις ιφτάσω να την πιάσω τηλέφωνο.
Τζι έρεξα της πύλης τζιαι το τελευταίο πράμα που θυμούμαι εν τον πατέρα μου, που άμαν ήμουν μωρό ενομίζαν ούλλοι πως εν ο πάππος μου, να στέκει τζιαι την μάνα μου να κουμπά πάνω του μες την αγκάλη του. Αλώπος εν τους εξαναείδα να αγκαλιάζει ο ένας τον άλλο.

Επέρασα, έκατσα μες το αεροπλάνον τζια εσκέφτουμουν ούλλον ενθουσιασμόν την περιπέτεια που ήταν να ξεκινήσει. Τζι’ ανάδοξεν μου τότε την φρίκη τζιαι το κλάμαν που θα έσυρνεν η μάνα μου το επόμενον πρωί, που μαθημένη όπως ήτουν θα έκαμνεν τες δουλειές της.
Θα έμπαινεν στην κάμαρη μου, οι ίδιες αφίσιες στους τοίχους, η αφίσια του Κληρίδη πίσω που την πόρτα, το παλιοκκομπιούτερ πας το γραφείον, τζιαι το κρεβάτιν μου, όπως την νόταν την παράφωνην, για πρώτην φορά στρωμένον στην εντέλειαν.


Σχόλια

  1. Άτε ρε Φιρφιρή τωρά χωρίς πλάκα εκλαούρησες με εμένα τουλάχιστο τα κοπελλούθκια μου ήτα Αθήνα τσιαι με το αυτοκίνητο εν ήταν πολλά μακρυά.
    Καλό γυρισμό.

  2. Άτε ρε Φιρφιρή τωρά χωρίς πλάκα εκλαμούρησες με εμένα τουλάχιστο τα κοπελλούθκια μου ήτα Αθήνα τσιαι με το αυτοκίνητο εν ήταν πολλά μακρυά.
    Καλό γυρισμό.

  3. hmm nomizo toutin ti fasi epsiloperasamen tin oulli…osoi epian e3oterikon toulaxiston…you bring back memories friend..alla ate,,,i zoi en panta peripetia,,,aplos en diafotetiki…se diaforetiko topo,,me diaforetikous anthropous…enne kako touto enne?

  4. Ρε φίλε έννεν Λοντίνον που είσουν;;
    Ενιγουέι..
    Γενικά οι γονιοί παίρνουν το πολλά κατάκαρδα αμα φεύκουν τα κοπελλούθκια.

  5. παντως εγώ το βρήκα συγκινητικό το κείμενο… μπράβο βρε firfiri

  6. Ρε σκατόπαιδο εσυγκίνησες με για πράματα που έζησα πριν 30 χρόνια τζιαί πριν 6 που έπεμπα τη κόρη μου να σπουδάσει.

    Keep walking!

  7. Εγώ θα κάμω τον κακόν πάλε;

    Φιρφιρή, ξύπνα γιατί τωρά ο χρόνος θα κυλά με διπλάσια ταχύτητα.

    Ώσπου να πεις «Ναβουχοδονόσορ» μπορεί να βρεθείς παροπλισμένος τζιαί συμβιβασμένος με όσα ως τώρα επέκρινες. Για να καταλάβεις… σκέφτου τον εαυτό σου σε 10-15 χρόνια παντρεμένο αλλά με την ίδια αδυναμία να αγκαλιάσει την γυναίκα του. Καταλάβεις;

    Κάψε (νοητικά) όλες τις εικόνες που έχεις για την Κύπρο τζιαι για τα νιάτα σου σε αυτήν, χτίσε εικόνα για το Που και Πως θέλεις να είσαι σε 5 χρόνια.

    Ούτε το κλάμα της μάνας σου, ούτε οι ιδιοτροπίες του παπά σου μπορούν να σου επιστρέψουν το χρόνο που θα φεύγει… αντιθέτως, είναι αυτά ακριβώς που θα σε εμποδίζουν από το να φτάσεις στην πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων σου.

    Τούτο το Κυπριακό Μελό που περιγράφεις, 90 στις 100 φορές οδηγά σε ένα μονότονο, απελπισμένο, Αγγελοπουλικό πλάνο:

    «…Ο Φιρφιρής, γέρος σε ένα εγκαταλειμμένο σταθμό τρένου, κάθεται σε ένα παγκάκι με μια φωτογραφία της οικογένειας του στο χέρι. Κίνηση κάμερας αριστερά. Δρόμος που οδηγεί μέσα από βουνα και λαγκάδια στο άγνωστο. Κίνηση κάμερας πίσω δεξια. Ο γέρο-Φιριρής κάνει να σηκωστεί. Τα πόδια του τον προδίδουν… ξανακάθεται. Η φωτογραφία του πέφτει απ’ τα χέρια και την παίρνει ο άνεμος. Κίνηση κάμερας πάλι αριστερά, ο δρόμος δεν υπάρχει πια, μόνο τα βουνά και τα λαγκάδια που με Επτάλεπτο fade to black εξαφανίζονται.»

    The end.

  8. Aggelopoulos –

    Επτάλεπτο fade to black εξαφανίζονται

    Agrino Eshises 🙂 ) ) )

  9. Eimai tosa xronia sto ekswteriko, exw kopellou0kia alla ka0e fora pou teleiwnoun oi diakopes mou eimai san ton Firfiri pou fefkei prwth fora pou thn Kypro.

  10. agrinoo…lalis ta poli orea!


Αφήστε απάντηση στον/στην Kyprios Ακύρωση απάντησης

Kατηγορίες